- αλαμπία
- η (Μ ἀλαμπία) [ἀλαμπής]έλλειψη φωτός ή λάμψης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαμπία — ἀλαμπίᾱ , ἀλαμπία one fem nom/voc/acc dual ἀλαμπίᾱ , ἀλαμπία one fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαμπής — ἀλαμπής, ὲς (Α) 1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός 2. άσημος, άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + λαμπὴς < λάμπω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλαμπία] … Dictionary of Greek